- πελλάγρα
- η мед. пеллагра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πελλάγρα — Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που… … Dictionary of Greek
πελάγρα — και πελλάγρα, η ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από αβιταμίνωση και έχει ως συμπτώματα ερυθηματώδες εξάνθημα τού δέρματος και νευρικές διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pellagra < pelle «δέρμα» (< λατ. pellis) + agra, κατά το podagra (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
νικοτιναμίδιο — το (φαρμ.) αμίδιο τού νικοτινικού οξέος, που ανήκει στο σύμπλοκο τής βιταμίνης Β και τού οποίου η έλλειψη προκαλεί την πελλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinamide < nicotine + amide] … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek